σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
ἰδεῖν, τὸ (Μ)1. βλέμμα, ματιά2. όψη, εμφάνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. ορώ με σημ. την αφηρημένη έννοια (πρβλ. το είναι «ύπαρξη»)].