ιδεοκρατικός

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο ιδεαλιστικός.
επίρρ...
ιδεοκρατικώς και -ά
από ιδεαλιστική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideocratique < ideo- (πρβλ. ιδέα) + cratique (πρβλ. κρατικός)].