ιδεοκρατικός

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο ιδεαλιστικός.
επίρρ...
ιδεοκρατικώς και -ά
από ιδεαλιστική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideocratique < ideo- (πρβλ. ιδέα) + cratique (πρβλ. κρατικός)].