ιδρωτικός

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἱδρωτικός, -ή, -όν) ιδρώς
αυτός που προκαλεί εφίδρωση («ιδρωτικά φάρμακα»)
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει τάση για εφίδρωση.
επίρρ...
ἱδρωτικῶς (Α)
με έκκριση ιδρώτα.