ιερακίτης

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

ἱερακίτης, ὁ (Α) ιέραξ
1. είδος λίθου που έχει το χρώμα του λαιμού του γερακιού
2. το βότανο ιεράκιο.