τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
ἱερακίτης, ὁ (Α) ιέραξ1. είδος λίθου που έχει το χρώμα του λαιμού του γερακιού2. το βότανο ιεράκιο.