ιεραρχικός
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἱεραρχικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεραρχία ή στον ιεράρχη
νεοελλ.
αυτός που τηρεί την τάξη της υπηρεσιακής ιεραρχίας.
επίρρ...
ιεραρχικώς και -ά (Α ἱεραρχικῶς)
με ιεραρχική τάξη, σύμφωνα με τους κανόνες της υπηρεσιακής ιεραρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιεραρχία ή < ιεράρχης].