ιθυκέλευθος
From LSJ
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
Greek Monolingual
ἰθυκέλευθος, -ον (Α)
(για βέλος) αυτός που ακολουθεί ευθεία κίνηση, αυτός που πηγαίνει κατευθείαν μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κέλευθος «δρόμος, οδός»].