ιθυφανής
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
ἰθυφανής, -ές (Α)
φρ. «κατ' ἰθυφανές» — με ιθυφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -φανής (< θ. φαν- του φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ-φάν-ην), πρβλ. οφθαλμοφανής, πασιφανής].