ικανοκόσμητος

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

ἱκανοκόσμητος, -ον (Μ)
πλούσια στολισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + κοσμώ «στολίζω»].