ιμαντισμός

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

ἱμαντισμός, ὁ (Α) ιμάς
(για τοιχοδομία) η παρεμβολή συνδετικών αρμών, η παρεμβολή δοκών.