ιξοειδής

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

ἰξοειδής, -ές (Α)
ιξώδης, κολλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -ειδής (< είδος), πρβλ. κολλοειδής, σφαιροειδής].