ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἱππαΐς, -ΐδος, ἡ (Α) ίππος(δωρ. τ. αντί ίππηΐς) επιγρ. φρ. «ἱππαΐς πόρπα» — πόρπη η οποία συγκρατούσε το ιμάτιο Ρωμαίου πολίτη που ανήκε στους ιππείς.