ιππαΐς

From LSJ

Greek Monolingual

ἱππαΐς, -ΐδος, ἡ (Α) ίππος
(δωρ. τ. αντί ίππηΐς) επιγρ. φρ. «ἱππαΐς πόρπα» — πόρπη η οποία συγκρατούσε το ιμάτιο Ρωμαίου πολίτη που ανήκε στους ιππείς.