ιπποβοσκός

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ἱπποβοσκός, -όν (Α)
αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.