ἱπποβοσκός
From LSJ
Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds
English (LSJ)
ἱπποβοσκόν, (βόσκω) feeding horses, Ael.NA6.10, Suid., Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1259] Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποβοσκός: -όν, (βόσκω) ὁ βόσκων ἵππους, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10, Σουΐδ. ἐν λέξει βοτά.
Greek Monolingual
ο
γένος δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που είναι εξωπαράσιτα και απομυζούν το αίμα θηλαστικών και πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippobosca < hippo- (πρβλ. ίππος) + -bosca (πρβλ. -βοσκός (< βόσκω)].
Greek Monolingual
ἱπποβοσκός, -όν (Α)
αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.