Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιπποτικός

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

-ή, -ό ιππότης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππότη ή στον ιπποτισμό («ιπποτική συμπεριφορά»)
2. ευγενής, γενναίος, έντιμος, λεπτός στους τρόπους
3. φρ. α) (κατά τον μεσαίωνα) «ιπποτικά τάγματα» — στρατιωτικά τάγματα που μάχονταν υπέρ της πίστεως
β) «ιπποτικά ποιήματα» — ποιήματα που υμνούσαν τους άθλους τών ιπποτών.
επίρρ...
ιπποτικώς και -ά
με ιπποτικό τρόπο, με ιπποτισμό.