ιπποτικός

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ιππότης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππότη ή στον ιπποτισμό («ιπποτική συμπεριφορά»)
2. ευγενής, γενναίος, έντιμος, λεπτός στους τρόπους
3. φρ. α) (κατά τον μεσαίωνα) «ιπποτικά τάγματα» — στρατιωτικά τάγματα που μάχονταν υπέρ της πίστεως
β) «ιπποτικά ποιήματα» — ποιήματα που υμνούσαν τους άθλους τών ιπποτών.
επίρρ...
ιπποτικώς και -ά
με ιπποτικό τρόπο, με ιπποτισμό.