Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιππότης

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ ἱππότης, Α επικ. τ. ίππότα, θηλ. ἱππότις, -ιδος)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τιμηθεί με το παράσημο κάποιου τάγματος («ιππότης του Σωτήρος»)
2. άνθρωπος ευγενικός, έντιμος και αξιοπρεπής
νεοελλ.-μσν.
(κατά τον μεσαίωνα) ευγενής, ευπατρίδης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που οδηγεί ή ιππεύει άλογα, έμπειρος της ιππευτικής, ιππέας («οἵ τε ἱππόται καὶ οἱ τὰς λόγχας κάτω τράποντες», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. ιππικόςἱππότης στρατός» — το ιππικό, Πλούτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος. Η αρχική σημασία της λ. ἱππότης ήταν «οδηγός άρματος» ή «αυτός που αφορά στους ίππους». Με τη σημασία «ευγενής, μέλος τάγματος ευγενών» η λ. πρέπει να είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. chevalier < λατ. caballarius].
(II)
η (Α ἱππότης, -ητος) ίππος
(φιλοσ.) γενική έννοια που προσδιορίζει την ίππεια φύση και περιέχει τα βασικά και σταθερά γνωρίσματα του ίππου ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες του ενός ή του άλλου συγκεκριμένου ίππου.