ιππόμορφος
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
Greek Monolingual
ἱππόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή ίππου, όμοιος με ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -μορφος (< μορφή)].
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
ἱππόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή ίππου, όμοιος με ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -μορφος (< μορφή)].