ιριδίδες

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

οι
οικογένεια μονοκότυλων αγγειόσπερμων φυτών της τάξης ιριδώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. iridaceae < irid- του iris (πρβλ. ίρις, ίριδος) + -aceae (πρβλ. -ίδες)].