Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
-ουναυτός που έχει τα χρώματα της ίριδας, ιριδοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + -χρους (< -χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. λεοντόχρους, σιτόχρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].