ιριδόχρους
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
-ουν
αυτός που έχει τα χρώματα της ίριδας, ιριδοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + -χρους (< -χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. λεοντόχρους, σιτόχρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].