ισοπληθόπλευρος

Greek Monolingual

ἰσοπληθόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο αριθμό πλευρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοπληθής + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισόπλευρος, χρυσόπλευρος].