ισόπλευρος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπλευρος, -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο»)
αρχ.
1) (για αριθμό) τετράγωνος
2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος.
επίρρ...
ἰσοπλεύρως (Α)
με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αρτιόπλευρος, χρυσόπλευρος].