ἰσοπληθής
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ἰσοπληθές, equal in number or quantity, ἠήρ Hp.Morb.2.4; ἱππεῖς X.Ages.2.9: Math., equal in number, Euc.12.4, al.; σχήματα τὰς πλευρὰς ἰ. ἔχοντα Papp.332.14: c. dat., τινι to a person or thing, Th.6.37, D.C.50.33; ἰ. θαλάσσῃ ποταμοί Poll.3.103. Adv. ἰσοπληθῶς Euc.12.5.
German (Pape)
[Seite 1266] ές, gleich viel; Hippocr.; ὁπλῖται Thuc. 6, 37; οἱ ἱππεῖς ἦσαν ἑκατέρων ἰσοπληθεῖς Xen. Ages. 2, 9; Sp., wie D. Cass. 50, 33. – Adv. ἰσοπληθῶς, Euclid.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
égal en nombre.
Étymologie: ἴσος, πλῆθος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοπληθής: равный по численности (ἱππεῖς ἑκατέρων Xen.; ὁπλῖται ἰσοπληθεῖς τοῖς ἡμετέροις Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπληθής: -ές, ἴσος κατὰ τὸν ἀριθμὸν ἢ τὸ ποσόν, ἠήρ Ἱππ. 162. 58· ἱππεῖς Ξεν. Ἀγησ. 2. 9· τινι, πρός τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, Θουκ. 6. 37. 2) ἔχων ἴσον μέγεθος, ἐν Ἐπιρρ. -θῶς Εὐκλείδ. 12. 5.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοπληθής, -ές)
ίσος ως προς τον αριθμό, ως προς το ποσόν με άλλον, ισάριθμος («καὶ οἱ ἱππεῖς ἦσαν ἑκατέρωθεν ἰσοπληθεῖς», Ξεν.)
αρχ.
ισομεγέθης, αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάτι («ἰσοπληθεῖς θαλάσσῃ ποταμοί», Πολυδ.).
επίρρ...
ισοπληθώς (Α ἰσοπληθῶς)
με ισοπληθή τρόπο, ισάριθμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. απειροπληθής, χειροπληθής].
Greek Monotonic
ἰσοπληθής: -ές, ίσος σε αριθμό ή ποσότητα, τινι, με κάποιο πρόσωπο ή πράγμα, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἰσο-πληθής, ές
equal in number or quantity, τινι to a person or thing, Thuc.