ιστιοδρόμος

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual


αυτός που ιστιοδρομεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνοδρόμος, ουρανοδρόμος.