ιστόρημα

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Greek Monolingual

το (Α ἱστόρημα) ιστορώ
διήγηση, εξιστόρηση
αρχ.
θέμα για εξέταση.