οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
ἰσχιάζω (ΑΜ) ισχίον
1. περπατώ κουνώντας υπερβολικά τους γοφούς, κουνιέμαι
2. (παθ. για επίδεσμο) ἰσχιάζομαι
χωρίζομαι, όπως τα ισχία το ένα από το άλλο.