ισχιάζω

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

ἰσχιάζω (ΑΜ) ισχίον
1. περπατώ κουνώντας υπερβολικά τους γοφούς, κουνιέμαι
2. (παθ. για επίδεσμο) ἰσχιάζομαι
χωρίζομαι, όπως τα ισχία το ένα από το άλλο.