ισχυρόρριζος
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
Greek Monolingual
ἰσχυρόρριζος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρές, στέρεες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ρριζος (< ρίζα), πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος].