ιτεόφυλλος
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Greek Monolingual
ἰτεόφυλλος, -ον (Α)
επιγρ. στολισμένος με απομιμήσεις φύλλων ιτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ακανθόφυλλος, ριζόφυλλος].