ιτεόφυλλος

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

ἰτεόφυλλος, -ον (Α)
επιγρ. στολισμένος με απομιμήσεις φύλλων ιτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ακανθόφυλλος, ριζόφυλλος].