νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
ἰχθύα και ιων. τ. ἰχθύη, ἡ (Α) ιχθύς
1. το αποξηραμένο δέρμα του ψαριού ρίνη, που χρησιμοποιούσαν για τη λείανση μαρμάρων, ξύλων κ.ά. αντικειμένων
2. το δέρμα κάθε ψαριού
3. επιγρ. δοχείο στο οποίο έβαζαν παστά ψάρια
4. πάπ. ιχθυοτροφείο.