κάπναυλος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ο
σωλήνας λέβητα διά μέσου του οποίου απομακρύνονται τα αέρια που παράγονται στην εστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + αυλός].