κέκλειμαι

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

French (Bailly abrégé)

v. κλείω.

Greek Monotonic

κέκλειμαι: και κέκλεισμαι, Παθ. παρακ. του κλείω (κλείνω).

Russian (Dvoretsky)

κέκλειμαι: = κέκλῃμαι.