λεοντοπόδιο

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

το (Α λεοντοπόδιον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που γνωστότερο είδος του είναι το άλπειο λεοντοπόδιο, κν. έντελβαϊς
αρχ.
το φυτό ζωόνυχον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -πόδιον (< πούς, -ποδός), πρβλ. κλινοπόδιον, κυνοπόδιον.