κίβδων

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source

German (Pape)

[Seite 1436] ωνος, ὁ, Bergmann, nach Moeris attisch für μεταλλευτής, vgl. Poll. 7, 99.

Greek Monolingual

κίβδων, -ωνος και δ. γρφ. κιβδών, -ῶνος, ὁ (Α) κίβδος
αυτός που εργάζεται σε μεταλλεία («κιβδῶνες
μεταλλεῖς», Φώτ.).