καβουρντιστός
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
και καβουρδιστός, -ή, -ό
1. καβουρδισμένος, ξεροψημένος («καβουρντιστός καφές»)
2. μτφ. ψημένος από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω
ο τ. καβουρδιστός οφείλεται σε «υπεραστισμό» (βλ. λ. βόμβα)].