καβουρντίζω

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

και καβουρδίζω
1. ξηραίνω κάτι με τη φωτιά, ξεροψήνω, φρύγωκαβουρντίζω σιμιγδάλι»)
2. τσιγαρίζωκαβουρντίζω κρεμύδια»)
3. συνεκδ. υπερθερμαίνω, ψήνω, κατακαίω
4. μτφ. καταταλαιπωρώ, βασανίζω συνεχώς με τον τρόπο μου ή την επιμονή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavurdim, αόρ. του ρ. kavurmak
ο τ. καβουρδίζω οφείλεται σε «υπεραστισμό» (βλ. λ. βόμβα)].