καβούκι

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

το
1. όστρακο (χελώνας, καβουριού, αστακού, σαλιγκαριού κ.λπ.)
2. το σκληρό εξωτερικό περίβλημα του ψημένου ψωμιού
3. ανατολίτικο υψηλό κάλυμμα του κεφαλιού, κουκούλα
4. φρ. «μπήκε στο καβούκι του» ή «μαζεύτηκε στο καβούκι του» — αποσύρθηκε από φόβο ή λόγω αποτυχίας και απογοητεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kabuk].