καθέστηκα

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

French (Bailly abrégé)

v. καθίστημι.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθέστηκα: pf. к καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθέστηκα perf. zie καθίστημι (καθίσταμαι).