καθέστηκα

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

French (Bailly abrégé)

v. καθίστημι.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθέστηκα: pf. к καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθέστηκα perf. zie καθίστημι (καθίσταμαι).