καθαγίαση

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθαγιάζω, αγίασμα, εξαγνισμός, εξαγίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. στον λόγιο τ. καθαγίασις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].