καθαιρετός

English (LSJ)

καθαιρετή, καθαιρετόν, able to be achieved, ὃ ἐκεῖνοι ἐπιστήμῃ προύχουσι, καθαιρετὸν ἡμῖν ἐστὶ μελέτῃ Th.1.121 (v.l. καθαιρετέον, but cf. D.C.Fr.43.11).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut être achevé.
Étymologie: καθαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαιρετός -ή -όν [καθαιρέω] bereikbaar.

Greek Monolingual

καθαιρετός, -ή, -όν (Α) καθαιρῶ
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αποκτήσει, να επιτύχει, αποκτητός («ὃ ἐκεῖνοι ἐπιστήμη προύχουσι, καθαιρετὸν ἡμῖν ἐστι μελέτη», Θουκ.).

Greek Monotonic

καθαιρετός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να κατακτηθεί ή να επιτευχθεί, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιρετός: -ή, -όν, κτητός, ὃν δύναταί τις νὰ ἔχῃ, ὃ ἐκεῖνοι ἐπιστήμῃ προύχουσι, καθαιρετὸν ἡμῖν ἐστι μελέτῃ, δυνάμεθα κτήσασθαι αὐτὸ διὰ τῆς ἀσκήσεως, Θουκ. 1. 121, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι καθαιρετέον, ἀλλὰ πρβλ. Δίων. Κ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 181 ἔκδ. Mai.

Middle Liddell

καθαιρετός,
to be taken or achieved, Thuc. [from καθαιρέω