καθαρογράφος

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που γράφει καθαρά, ευανάγνωστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -γράφος].