καθαρογράφος

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που γράφει καθαρά, ευανάγνωστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -γράφος].