καινολεκτώ

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

καινολεκτῶ, -έω (Μ) καινόλεκτος
λέω καινούργια πράγματα.