καινολεκτώ

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

καινολεκτῶ, -έω (Μ) καινόλεκτος
λέω καινούργια πράγματα.