καινοπρεπῶς

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Russian (Dvoretsky)

καινοπρεπῶς: по-новому: καινοπρεπεστέρως λέγειν Arst. говорить более по-современному.