καινοπρεπῶς

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Russian (Dvoretsky)

καινοπρεπῶς: по-новому: καινοπρεπεστέρως λέγειν Arst. говорить более по-современному.