καινοφωνώ
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(Μ καινοφωνώ, -έω) καινόφωνος
μιλώ με ασυνήθιστο τρόπο, μεταχειρίζομαι νέες ή παράδοξες λέξεις ή εκφράσεις στην ομιλία μου.