καινοφωνώ

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

καινοφωνώ, -έω) καινόφωνος
μιλώ με ασυνήθιστο τρόπο, μεταχειρίζομαι νέες ή παράδοξες λέξεις ή εκφράσεις στην ομιλία μου.