Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακάο

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

το
1. βρώσιμη ουσία που εξάγεται από τα σπέρματα του κακαόδεντρου
2. το αφέψημα που λαμβάνεται με τον βρασμό της σκόνης του κακάου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. cacao < ναχουάτλ. cacahuatl «σπόροι του κακάου». Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Σταύρο Σταθόπουλο].