κακομεταχειρίζομαι
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
1. μεταχειρίζομαι άσχημα κάποιον ή κάτι, φέρομαι σκληρά
2. φρ. «κακομεταχειρίζεται την αλήθεια» — διαστρεβλώνει την αλήθεια, ασεβεί προς την αλήθεια, ψεύδεται παραμορφώνοντας την πραγματικότητα.