κακόομαι

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

French (Bailly abrégé)

Moy. κακόομαι, κακοῦμαι = s'aggraver en parl. d'une maladie
Étymologie: κακός, κακόω.