κακόπτερος

English (LSJ)

κακόπτερον, with bad wings, weak in the wing, opp. εὔπτερος, Arist.HA617b4, al.; of the Sphinx, as a bird of ill omen, Epigr. ap. Sch.E.Ph.50.

German (Pape)

[Seite 1302] schlecht beflügelt, Arist. H. A. 9, 22.

Greek Monolingual

κακόπτερος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.)
2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγόπτερος, ποικιλόπτερος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόπτερος: имеющий слабые крылья, плохо летающий (ὄρνις Arst.).