καλλιλογώ
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
Greek Monolingual
(AM καλλιλογῶ, -έω)
εκφράζω κάτι με γλαφυρότητα, εκφράζομαι με κομψότητα λόγου
νεοελλ.
κολακεύω
αρχ.
μέσ. καλλιλογοῦμαι, -έομαι
χρησιμοποιώ εύσχημες φράσεις για κάλυψη κάποιου κακού πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. αιθερολογώ, αισχρολογώ].