καλλοποιώ

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

καλλοποιῶ, -έω (Α) καλλοποιός
κάνω το καλό, είμαι ενάρετος.