καλλύνομαι

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

French (Bailly abrégé)

se glorifier : ἐπί τινι, de qch.
Étymologie: κάλλος.