καλοαίματος Search Google

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει αίμα καλής σύστασης
2. αυτός που ασκεί καλή επίδραση στο αίμα.