καλοβράζω

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

1. βράζω κάτι εντελώς («είναι καλοβρασμένο το κρέας»)
2. βράζω εύκολα, είμαι βραστερός.